χοδιτεύειν

χοδιτεύειν
χοδιτεύειν· ἀποπατεῖν, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χοδιτεύω — Α (κατά τον Ησύχ.) «χοδιτεύειν ἀποπατεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα χοδ της ρίζας τού ρ. χέζω* και εμφανίζει ρηματ. κατάλ. ιτ εύω (< ουσ. σε ίτης, πρβλ. μεσ ιτ εύω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”